- αξιοτίμητος
- -η, -ο (Α ἀξιοτίμητος, -ον)ο αξιότιμος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀξιοτίμητον — ἀξιοτί̱μητον , ἀξιοτίμητος highly prized masc/fem acc sg ἀξιοτί̱μητον , ἀξιοτίμητος highly prized neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άξιος — Ποταμός τηςΜακεδονίας με συνολικό μήκος 410 χλμ., από τα οποία τα 80 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος, και λεκάνη απορροής 22.250 τ. χλμ., από τα οποία 2.300 βρίσκονται σε ελληνικό έδαφος. Πηγάζει από το όρος Σκάρδος, στα Α των συνόρων Αλβανίας και… … Dictionary of Greek
ἀξιοτιμήτωι — ἀξιοτῑμήτῳ , ἀξιοτίμητος highly prized masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοτίμητα — ἀξιοτί̱μητα , ἀξιοτίμητος highly prized neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀξιοτίμητε — ἀξιοτί̱μητε , ἀξιοτίμητος highly prized masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)